υπέρτονος

υπέρτονος
-η, -ο / ὑπέρτονος, -ον, ΝΜΑ
το ουδ. ως ουσ. το υπέρτονο
το κύριο, το μεσαίο, δοκάρι τής στέγης, η μεσόδμη
νεοελλ.
1. συμπαγής, πυκνός
2. χημ. (για διάλυμα) υπερτονικός
3. φρ. «υπέρτονος ορός»
ιατρ. διάλυμα ενός ανόργανου άλατος μέσα σε νερό, που εμφανίζει μοριακή συγκέντρωση ανώτερη από τη συγκέντρωση διαλύματος χλωριούχου νατρίου 8o/οo η οποία αντιστοιχεί στο πλάσμα τού αίματος
αρχ.
1. υπερβολικά έντονος, ισχυρότατος («βοάσομαί τἄρα τὰν ὑπέρτονον βοάν», Αριστοφ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρτονα
α) σε μεγάλο ύψος
β) με μεγάλη ένταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + τόνος (πρβλ. διάτονος)).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπέρτονος — strained to the utmost masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρτονον — ὑπέρτονος strained to the utmost masc/fem acc sg ὑπέρτονος strained to the utmost neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερτόνου — ὑπέρτονος strained to the utmost masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερτόνῳ — ὑπέρτονος strained to the utmost masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέρτονα — ὑπέρτονος strained to the utmost neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Salpinx (instrument) — Pour les articles homonymes, voir Salpinx. Hoplite jouant la salpinx, lécythe de la fin du VIe ou du début du Ve …   Wikipédia en Français

  • Salpinx — Saltar a navegación, búsqueda Hoplita tocando el salpinx. Lecito de finales del siglo VI o principios del V a. C., Museo arqueológico regional Antonio Salinas de Palermo. El salpinx ( …   Wikipedia Español

  • υπέρτονο — το / ὑπέρτονον, ΝΜΑ βλ. υπέρτονος …   Dictionary of Greek

  • υπερτονικός — ή, ό, Ν 1. χημ. (για διάλυμα) αυτός που έχει υψηλότερη ωσμωτική πίεση από αυτήν που έχει ένα γειτονικό διάλυμα ή ένα διάλυμα με το οποίο συγκρίνεται, αλλ. υπέρτονος 2. ιατρ. (για στόμαχο) αυτός που παρουσιάζει αυξημένο τόνο τού μυϊκού τοιχώματος… …   Dictionary of Greek

  • υπερτόναιον — τὸ, Α το ανώφλι πόρτας ή παραθύρου, υπέρθυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπέρτονος + κατάλ. αιος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”